- ἀκληρεῖ
- ἀκληρέωto be unfortunatepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀκληρέωto be unfortunatepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακληρεί — ἀκληρεὶ επίρρ. (Μ) [ἄκληρος] «χωρίς κλήρου» (Ζωναράς) … Dictionary of Greek
άκληρος — η, ο (Α ἄκληρος, ον) (νεοελλ. και άκλερος, η, ο) νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει κληρονόμους, ο άτεκνος 2. όποιος δεν έλαβε μερίδιο από κληρονομιά, δεν κληρονόμησε τίποτε 3. ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος1 αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κλήρο γης, ο… … Dictionary of Greek